- επήρετμος
- ἐπήρετμος, -ον (Α)1. (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται κοντά στο κουπί έτοιμος να κωπηλατήσει2. (για πλοίο) ο εφοδιασμένος με κουπιά («νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῑροι», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερετμόν «κουπί», το -η- λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. στρατηγός < στρατός + άγω)].
Dictionary of Greek. 2013.